- Λυκόσουραν
- Λυκοσούραfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκαίος — λυκαῑος, αία, ον (Α) [Λύκαιον] 1. αρκαδικός 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκαῑος προσωνυμία τού Διός στο Λύκαιον όρος τής Αρκαδίας, όπου κατά την παράδοση γεννήθηκε ο Ζευς («Λυκάων Λυκόσουραν πόλιν ᾤκισεν ἐν τῷ ὄρει τῷ Λυκαίῳ καὶ Δία ὠνόμασε… … Dictionary of Greek